- κανάκι
- τοθωπεία, χάδι: Και του γέρου τα κανάκια, σαν νερόβραστα σπανάκια (λαϊκ. στίχ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κανάκι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 23 κάτ.) της Νάξου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δρυμαλίας του νομού Κυκλάδων. * * * το (Μ κανάκι) νεοελλ. συν. στον πληθ. τα κανάκια 1. τρυφερές εκδηλώσεις, χάδια, γλυκά λόγια, καλοπιάσματα 2. (για παιδιά)… … Dictionary of Greek
Drymalia — Gemeinde Drymalia (1998–2010) Δήμος Δρυμαλίας (Δρυμαλία) … Deutsch Wikipedia
κανακάρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από την Πάτρα. Ήταν πλούσιος γαιοκτήμονας και διετέλεσε στην Κωνσταντινούπολη μωραγιάνης και βεκίλης πριν από την έκρηξη της Επανάστασης. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820 στην… … Dictionary of Greek
κανακίζω — (Μ κανακίζω) [κανάκι] 1. κουνώ στα χέρια μου νήπιο για να το ευχαριστήσω 2. γλυκομιλώ, εκφράζω αισθήματα αγάπης, τρυφερότητας 3) (για άψυχα) περιποιούμαι, φροντίζω κάτι με προσοχή και αγάπη … Dictionary of Greek
κανακεύω — (Μ κανακεύω) [κανάκι] 1. ανατρέφω με αγάπη και χάδια, με πολλές περιποιήσεις 2. περιποιούμαι, φέρομαι με αγάπη, καλοπιάνω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κανακεμένος, η, ο αγαπημένος, χαϊδεμένος … Dictionary of Greek
κανακοφίλημα — το (Μ κανακοφίλημα) φίλημα που συνοδεύεται και από άλλες τρυφερές εκδηλώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανάκι + φίλημα (< φιλῶ)] … Dictionary of Greek